- ἐπαγγέλλονται
- ἐπαγγέλλωtellpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
повѣдатисѧ — ПОВѢДА|ТИСѦ (9), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Излагаться: ѡн же ре(ч) ѿ писани˫а ѹбо ве [так!] вѣдѣти древнеѥ же сло(в) истиньно повѣдаѥтсѧ. ˫ако погребении [в др. сп. по погребении] ап(с)лы слышано бѧше англскоѥ пѣньѥ. Пр 1383, 101а; в житии ст҃го ѡц҃а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έστε — I (Este). Τοποθεσία της Ιταλίας στην επαρχία της Πάντοβα, η οποία στην αρχαιότητα ήταν ακμαία πόλη με την ονομασία Ατέστε. Κατοικήθηκε πρώτα από λαό αβέβαιης καταγωγής, με τον οποίο αναμείχθηκαν την 2η χιλιετία π.Χ. οι Βενετοί, που ήρθαν από τα… … Dictionary of Greek
αγαθαγγελισμός — ο (η λέξη από το προφητικό βιβλίο που είναι γνωστό με την ονομασία Αγαθάγγελος) η πίστη στις προφητείες τού Αγαθαγγέλου και γενικότερα στις προφητείες που επαγγέλλονται την εκπλήρωση τών εθνικών πόθων … Dictionary of Greek
αγαθαγγελιστές — οι (η λέξη, όπως και ο αγαθαγγελισμός, από το Αγαθάγγελος) αυτοί που πιστεύουν στις προφητείες τού Αγαθαγγέλου και γενικότερα στις προφητείες που επαγγέλλονται την εκπλήρωση τών εθνικών πόθων και τών εθνικών διεκδικήσεων … Dictionary of Greek
επαγγέλλω — (AM ἐπαγγέλλω) [αγγέλλω] 1. μέσ. υπόσχομαι κάτι χωρίς να μού τό ζητήσουν, προσφέρω («καί σφι προσελθοῡσι ἐπηγγείλατο καταγωγήν καὶ ξείνια», Ηρόδ.) 2. μέσ. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι, ασκώ βιοποριστικό επάγγελμα (α. «επαγγέλλεται τον γιατρό»… … Dictionary of Greek